αναθαρρεύω

αναθαρρεύω
(αόρ. αναθάρρεψα) αμετ. ободриться, воспрянуть духом, набраться храбрости

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναθαρρεύω" в других словарях:

  • αναθαρρεύω — αναθαρρεύω, αναθάρρεψα, αναθαρρεμένος βλ. πίν. 17 και πρβλ. αναθαρρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθαρρεύω — και αναθαρρώ θάρρεψα, θαρρεμένος, ξαναπαίρνω θάρρος: Αναθαρρέψαμε κάπως από τη στιγμή που μας επισκέφθηκαν οι αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] …   Dictionary of Greek

  • ξεψαρώνω — (ιδιωμ.) 1. παίρνω θάρρος, αναθαρρεύω 2. αποθρασύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ψαρώνω (< ψάρι] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρώ — αναθαρρώ, αναθάρρησα, αναθαρρημένος βλ. πίν. 73 και πρβλ. αναθαρρεύω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανάθαρρος — η, ο ο αναθαρρεμένος (βλ. αναθαρρεύω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»